- μορφικός
- -ή, -ό [μορφή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθρωπομορφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ανθρωπομορφία 2. ο σχετικός με τον ανθρωπομορφισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + μορφικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek